μηχανολόγος

μηχανολόγος
ο
ειδικός επιστήμονας, ο οποίος ασχολείται με τη σχεδίαση, εκτέλεση και επίβλεψη μηχανών και μηχανικών εγκαταστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Κ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηχανολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη σχεδίαση, την κατασκευή και τη μελέτη μηχανών και μηχανικών εγκαταστάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • μηχανολογία — η τεχνολ. επιστήμη που ασχολείται κυρίως με τη μελέτη, τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη λειτουργία και τη συντήρηση τών μηχανών, καθώς και με την παραγωγή, μετάδοση και χρήση τής μηχανικής ισχύος και θερμότητας καθὼς και με τις δυνάμεις και την… …   Dictionary of Greek

  • μηχανολογικός — η, ο [μηχανολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηχανολογία ή στον μηχανολόγο. επίρρ... μηχανολογικά με μηχανολογικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Γκαγκάριν, Αντρέι Γκριγκόριεβιτς — (Andrey Grigoryevich Gagarin,1856 – 1920). Ρώσος πρίγκιπας, φυσικός και μηχανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και εργάστηκε στο εργοστάσιο κατασκευής όπλων της πόλης κατά την περίοδο 1895 1900, ενώ από το 1902 έως το 1907… …   Dictionary of Greek

  • Γκλάβερ, Τζον — (John Glαver, 1817 – 1912).Άγγλος χημικός και μηχανολόγος. Ασχολήθηκε με την παρασκευή των παραγώγων του μολύβδου, της ανθρακικής σόδας κ.ά. Χρησιμοποίησε πρώτος στην παρασκευή του θειικού οξέος μολύβδινους θαλάμους, που πήραν το όνομά του… …   Dictionary of Greek

  • Ζιανγκ, Ζεμίν — (Zemin Jiang, Γιανγκτσού 1926 –). Κινέζος πολιτικός, πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1993 2003). Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στο πανεπιστήμιο της Σαγκάης. Άρχισε όμως την επαγγελματική σταδιοδρομία του ως εμπορικός σύμβουλος της… …   Dictionary of Greek

  • Κοέλιο, Πάουλο — (Paulo Coelho, Ρίο ντε Τζανέιρο 1947 –). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις 7 ετών, οπότε και κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν σχολικό διαγωνισμό ποίησης. Μολονότι υπέστη ισχυρές… …   Dictionary of Greek

  • Λεντς, Χάινριχ Φρίντριχ Εμίλ — (Heinrich Friedrich Emil Lenz, Τάρτου, Εσθονία 1804 – Ρώμη 1865). Ρώσος φυσικός, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Κατά τα έτη 1823 26 συμμετείχε σε μια επιστημονική αποστολή που είχε στόχο να πραγματοποιήσει τον γύρο του …   Dictionary of Greek

  • Λίντε, Καρλ φον- — (Carl von Linde, Μπέρντορφ 1842 – Μόναχο 1934). Γερμανός μηχανολόγος. Καθηγητής της γενικής θερμοδυναμικής στο πολυτεχνείο του Μονάχου, ο Λ. μελέτησε και εφάρμοσε πρώτος (1895) μία βιομηχανική μέθοδο παραγωγής χαμηλών θερμοκρασιών, βασισμένη στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”